Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το τακούνι

  • 1 τακούνι

    [такуни] ουσ. о. каблук,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τακούνι

  • 2 каблук

    каблук м το τακούνι на высоком (низком) \каблуке με ψηλό (χαμηλό) τακούνι
    * * *
    м
    το τακούνι

    на высо́ком (ни́зком) каблу́ке — με ψηλό (χαμηλό) τακούνι

    Русско-греческий словарь > каблук

  • 3 каблучный

    επ.
    του τακουνιού, για τακούνι•

    каблучный гвоздь καρφί για τακούνι.

    Большой русско-греческий словарь > каблучный

  • 4 каблук

    το τακούνι (του υποδήματος).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > каблук

  • 5 каблук

    каблук
    м τό τακούνι· ф быть под \каблук ом у кого́-л. μέ σέρνει κάποιος ἀπό τή μύτη.

    Русско-новогреческий словарь > каблук

  • 6 каблук

    [καμπλούκ] ουσ. α. τακούνι

    Русско-греческий новый словарь > каблук

  • 7 каблук

    [καμπλούκ] ουσ α τακούνι

    Русско-эллинский словарь > каблук

  • 8 каблук

    α.
    τακούνι.
    εκφρ.
    быть под -ом у кого – βρίσκομαι κάτω από το πέλμα κάποιου (είμαι πλήρως υποταγμένος)•
    держать под -ом – σέρνω από τη μύτη (κυρίως για τον σύζυγο).

    Большой русско-греческий словарь > каблук

  • 9 низкий

    επ., βρ: -зон, -зка, -зко; ниже; низший κ. нижайший.
    1. χαμηλός• μικρός•

    низкий дом χαμηλό σπίτι (χαμόσπιτο)•

    низкий каблук μικρό τακούνι•

    низкий рост μικρό ανάστημα•

    -ое давление пара χαμηλή πίεση του ατμού•

    низкий уровень развития χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης.

    2. κατώτερος•

    ситец -ого качества τσιτάκι κατώτερης ποιότητας.

    || μη αναπτυγμένος, καθυστερημένος•

    -ая культура μη αναπτυγμένος πολιτισμός.

    3. (απλ.) απλός, συνηθισμένος.
    4. άτιμος, πρόστυχος, χαμερπής, ποταπός.
    5. ευτελούς καταγωγής• κατώτερος•

    -ое сословие κατώτερο κοινωνικό στρώμα•

    -ое звание κατώτερος βαθμός.

    6. παλ. περιφρ. απλός, λαϊκός.
    7. (για ήχο, φωνή) χαμηλός, βαθύς, μπάσος.
    εκφρ.
    низкий лоб – μικρό (στενό) μέτωπο•
    поклон – εδαφιαία υπόκλιση.

    Большой русско-греческий словарь > низкий

  • 10 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

См. также в других словарях:

  • τακούνι — και ντακούνι, το, Ν το ψηλότερο και πίσω μέρος τής σόλας τών παπουτσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. taccone] …   Dictionary of Greek

  • τακούνι — το (λ. ιταλ.), το ψηλό πίσω μέρος των παπουτσιών όπου πατά η φτέρνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα …   Dictionary of Greek

  • τακουνάκι — το, Ν υποκορ. 1. μικρό τακούνι, χαμηλό ή ψιλό τακούνι 2. (ιδιωμ.) μτφ. ιδιαίτερος τρόπος λακτίσματος τής μπάλας στο ποδόσφαιρο, με το πίσω μέρος τού άρβυλου …   Dictionary of Greek

  • τακουνιά — η, Ν χτύπημα με τακούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τακούνι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • γόβα — η γυναικείο υπόδημα, ανοιχτό επάνω ώστε να καλύπτει μόνο το μετατάρσιο, με τακούνι, χωρίς κορδόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) goba] …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • μοκασίνι — το είδος υποδήματος χωρίς τακούνι που έχει μαλακό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < moccasin, λ. αλγκονκικής προέλευσης (τών Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής)] …   Dictionary of Greek

  • πασούμι — το 1. (στο παρελθόν) είδος γυναικείου υποδήματος 2. γυναικεία παντόφλα με τακούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από τον τ. πασουμάκι, που νομίστηκε υποκοριστικό (πρβλ. τσαρδάκι > τσαρδί)] …   Dictionary of Greek

  • πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»